μεγέθυνση

μεγέθυνση
Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες-είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία παρατηρείται ένα αντικείμενο μέσω ενός φακού, δια της γωνίας υπό την οποία φαίνεται άνευ φακού στο εγγύτατο σημείο ευκρινούς όρασης. Εγκάρσια γραμμική μ. (ή λόγος ομοιότητας) ενός οπτικού συστήματος είναι η σχέση (πηλίκο) μεταξύ της εγκάρσιας διάστασης του ειδώλου και του αντικειμένου. Η οπτική μ. ενός φακού ή ενός μικροσκοπίου, τηλεσκοπίου ή οποιουδήποτε άλλου οπτικού οργάνου που βοηθά στην παρατήρηση των αντικειμένων έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Οπτική μ. ή μ. τηλεσκοπίου είναι η σχέση μεταξύ της γωνίας υπό την οποία φαίνεται από το μάτι το είδωλο που σχηματίζει το σύστημα και της γωνίας υπό την οποία θα φαινόταν το αντικείμενο με γυμνό μάτι. Η οπτική μ. εκφράζεται συμβατικά σε διαμέτρους. Εξαιτίας του πολύπλοκου μηχανισμού της όρασης, ο ορισμός αυτός της μ. αποτελεί μία εύχρηστη, αλλά αφηρημένη έννοια· αφηρημένη, επειδή στην πραγματικότητα το μάτι του παρατηρητή τοποθετεί την εικόνα (ή το είδωλο) που φαίνεται μέσα από το όργανο σε μία υποκειμενική απόσταση, η οποία εξαρτάται από ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζεται με βάση την πείρα του ατόμου στην απευθείας παρατήρηση (συχνά, σε παρατηρήσεις μέσω διόπτρας, αντί για μ. γίνεται αυθόρμητα λόγος για προσέγγιση των αντικειμένων). Επομένως, η μ. τηλεσκοπίου ορίζεται προσεγγιστικά ως ο λόγος της εστιακής απόστασης του αντικειμενικού φακού προς την εστιακή απόσταση του προσοφθάλμιου φακού.
* * *
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγεθύνω, η αύξηση τού μεγέθους, τών διαστάσεων, τού όγκου ενός αντικειμένου, μεγάλωμα («η μεγέθυνση τής πλατείας»)
2. συνεκδ. το ίδιο το αντικείμενο τού οποίου οι διαστάσεις έχουν αυξηθεί
3. (φωτογρ.) η διαδικασία και το αποτέλεσμα τής παραγωγής μεγεθυμένης φωτογραφίας από μικρότερη φωτογραφία ή από αρνητικό μικρότερων διαστάσεων
4. (οπτ.) ο λόγος τής γωνίας υπό την οποία φαίνεται ένα αντικείμενο με οπτικό όργανο προς τη γωνία υπό την οποία το ίδιο αντικείμενο φαίνεται με γυμνό μάτι
5. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο η σημασία ενός ουσιαστικού μεγεθύνεται είτε με την προσθήκη ενός επιθήματος ή ενός προθέματος είτε με μια λέξη που τίθεται ως προσδιορισμός και έχει τη σημασία «μεγάλος, πολύς» και με το οποίο επιτυγχάνεται κατά κανόνα η ποσοτική αύξηση τής πληροφορίας, σε αντιδιαστολή με την επίταση, κατά την οποία γίνεται ποιοτική έξαρση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγέθυν-ση < μεγεθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου. Ο τ. μεγένθυνση (με -ν-) είναι εσφαλμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγέθυνση — η η αύξηση του μεγέθους, το μεγάλωμα: Η μεγέθυνση της εικόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”